αλάλαγμα

αλάλαγμα
το (Α ἀλάλαγμα) [ἀλαλάζω]
κραυγή χαράς, επινίκιο άσμα, κραυγή πολεμιστών ή άλλου πλήθους ανθρώπων, χλαλοή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀλάλαγμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλαγμάτων — ἀλάλαγμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλάγμασιν — ἀλάλαγμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλάγματι — ἀλάλαγμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”